ιαματικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που συντελεί στη θεραπεία, θεραπευτικός: Ιαματικές πηγές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλθήεις — ἀλθήεις, εσσα, εν (Α) [ἀλθαίνω] αυτός που γιατρεύει, θεραπευτικός, ιαματικός … Dictionary of Greek
επαλθής — ἐπαλθής, ές (Α) 1. ιαματικός, θεραπευτικός 2. ιάσιμος, αυτός που επιδέχεται θεραπεία … Dictionary of Greek
ιαματικότητα — η η θεραπευτική δύναμη, η θεραπευτική ιδιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιαματικός. Η λ. στον λόγιο τ. ιαματικότης μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ιατικός — ἰατικός, ή, όν (Α) [ιατός] ιαματικός, θεραπευτικός … Dictionary of Greek
παιώνιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Mένδη της Xαλκιδικής, που έζησε το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Eίναι ένας από τους λίγους καλλιτέχνες των οποίων σώζεται πρωτότυπο έργο· η Νίκη του μουσείου της Ολυμπίας, που χρονολογείται γύρω στο… … Dictionary of Greek
πολυαλθής — ές, Α αυτός που θεραπεύει πολλές νόσους, ο πολύ ιαματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ* + αλθής (< ἄλθος «θεραπεία, φάρμακο»), πρβλ. ευ αλθής, παν αλθής] … Dictionary of Greek
χρηστός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αλβανία και ήταν οπωροπώλης στην Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι τον αποκεφάλισαν γιατί αρνήθηκε να εξισλαμιστεί (1748). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Φεβρουαρίου. * * * ή, ό / χρηστός, ή, όν, ΝΜΑ … Dictionary of Greek
Σαβοΐα — (Savoie). Ιστορική περιοχή της νοτιοανατολικής Γαλλίας, που αντιστοιχεί σήμερα στους δυο νομούς της Σαβοΐας και της Άνω Σαβοΐας. Εκτείνεται από τη λίμνη της Γενεύης, στα σύνορα με την Ελβετία, στα Β, ως το ορεινό συγκρότημα Ταμπόρ στα Ν, και από… … Dictionary of Greek
Τιρόλο — (Tirol). Ομόσπονδο κράτος (Bundesland) της κεντροδυτικής Αυστρίας, που αποτελείται από δύο εδάφη που χωρίζονται καθαρά μεταξύ τους από το νοτιοδυτικό Σάλτσμπουργκ. Έχει συνολική έκταση 12.647 τ. χλμ. και πληθυσμό 619.567 κατ.· πρωτεύουσα είναι το … Dictionary of Greek